Καρκίνος παχέος εντέρου
Ο καρκίνος παχέος εντέρου αποτελεί την τρίτη συχνότερη διάγνωση καρκίνου στην Ευρώπη, και τη δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο. Η συνολική πενταετής επιβίωση μετά από μια τέτοια διάγνωση είναι στο 60%, με τεράστιες διαφορές ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Εφόσον ο καρκίνος διαγνωσθεί σε πρώιμα στάδια η πλήρης θεραπεία υπολογίζεται στο 90-100%. Σε πολύ προχωρημένα στάδια η πρόγνωση είναι τραγική, με πενταετή επιβίωση που μπορεί να πέσει στο 5%.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μια πολύ καλά μελετημένη νόσος. Είναι γνωστοί τόσο οι παράγοντες κινδύνου, όσο και η εξέλιξη, από έναν μικρό καλοήθη πολύποδα σε μια νόσο που είναι απειλητική για τη ζωή. Είναι λοιπόν προφανές πόσο σημαντικό, όσο και εφικτό είναι να μειώσουμε την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου, ή να φροντίσουμε ώστε να ανακαλυφθεί όσο το δυνατόν νωρίτερα. Αναπτύσσεται λόγω συσσώρευσης μεταλλάξεων στα κύτταρα του παχέος εντέρου.
Το πρώτο στάδιο είναι η ανάπτυξη ενός μικρού πολύποδα, ο οποίος μπορεί ν αυξάνεται σε μέγεθος. Δεν οδηγούν όλοι οι πολύποδες σε ανάπτυξη καρκίνου. Όμως όλες οι περιπτώσεις καρκίνου αναπτύσσονται σε έδαφος πολύποδα. Το 95% των περιπτώσεων καρκίνου παχέος εντέρου εμφανίζονται χωρίς να υπάρχει προδιάθεση. Στο 5% προϋπάρχει, είτε Ιδιοπαθής Φλεγμονώδης Νόσος Εντέρου ή κληρονομούμενο σύνδρομο. Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου είναι η χρόνια κατανάλωση κόκκινου ή επεξεργασμένου κρέατος, η έλλειψη φυτικών ινών στη δίαιτα, η έλλειψη άσκησης, το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα εξαρτώνται από το σημείο στο οποίο αναπτύσσεται ο καρκίνος. Οι αλλαγές της καθημερινής λειτουργίας του εντέρου, όπως δυσκοιλιότητα, διάρροια ή εναλλαγή ανάμεσα στα δυο, μπορεί να υποκρύπτουν προοδευτική στένωση του εντέρου από μάζα. Το ίδιο ισχύει όταν υπάρχει κοιλιακός πόνος, διάταση της κοιλιάς, συνεχής αίσθηση προς αφόδευση, ή αίσθημα ατελούς κένωσης του εντέρου. Η παρουσία αίματος στα κόπρανα ή στη λεκάνη της τουαλέτας είναι πολύ ύποπτο σύμπτωμα που πρέπει να μας οδηγεί άμεσα στο γιατρό. Η εμφάνιση αναιμίας με αδυναμία και εύκολη κόπωση, στις μεγαλύτερες ηλικίες οφείλεται σε καρκίνο του παχέος εντέρου μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Η απώλεια βάρους και η ανορεξία μπορεί να υποδεικνύουν προχωρημένη νόσο.
Διάγνωση
Η παρουσία ύποπτων συμπτωμάτων πρέπει να οδηγεί άμεσα σε γιατρό και σε η ενδοσκοπική εξέταση του εντέρου. Η σιγμοειδοσκόπηση εξετάζει τα τελευταία 50 εκατοστά του παχέος εντέρου, είναι εύκολη και σχετικά ανώδυνη. Χρειάζεται πολύ απλή προετοιμασία του εντέρου με κλύσμα, και συνήθως είναι το πρώτο βήμα για τη διερεύνηση αιμορραγίας και διαταραχών κενώσεων. Η κολονοσκόπηση εξετάζει ολόκληρο το παχύ έντερο, και είναι η εξέταση εκλογής εφόσον υπάρχει αναιμία ή ‘συστηματικά’ συμπτώματα. Χρειάζεται πλήρη καθαρισμό εντέρου με φάρμακα που προκαλούν διάρροια, και μπορεί να είναι ενοχλητική, για αυτό γίνεται με ενδοφλέβια αναλγησία και καταστολή.
Η αξονική κολονογραφία είναι πιο ανώδυνη εναλλακτική, γίνεται με αξονική τομογραφία με ειδική προετοιμασία, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν ανακαλύπτει μικρούς πολύποδες. Εφόσον υπάρχει παθολογία θα χρειαστεί έτσι κι αλλιώς κολονοσκόπηση. Αν με τις παραπάνω εξετάσεις ανακαλυφθεί η ύπαρξη καρκίνου, ο έλεγχος ολοκληρώνεται με βιοψία, αξονική τομογραφία κοιλιάς και θώρακα για αποκλεισμό μεταστάσεων. Αν πρόκειται για καρκίνο ορθού είναι απαραίτητη η Μαγνητική Τομογραφία Πυέλου. Το PET δεν είναι εξέταση ρουτίνας, αλλά μπορεί να είναι απαραίτητο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Θεραπεία
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το στάδιο της νόσου, και είναι πιο απλή και επιτυχής όσο νωρίτερα ανακαλυφθεί. Στα πολύ αρχικά στάδια, μπορεί να είναι αρκετή η αφαίρεση ενός μικρού καρκινικού πολύποδα κατά την κολονοσκόπηση. Μια μάζα η οποία είναι περιορισμένη τοπικά, μπορεί ν αντιμετωπιστεί με Λαπαροσκοπική ή Ανοικτή Κολεκτομή με 90-100% ποσοστό ίασης, συχνά χωρίς να χρειάζεται χημειοθεραπεία. Εφόσον ο καρκίνος είναι σχετικά τοπικά εκτεταμένος, ή αν έχει επεκταθεί σε κοντινούς λεμφαδένες, είναι απαραίτητη η χημειοθεραπεία μετά από χειρουργείο και η πενταετής επιβίωση πέφτει σε 70% ως 40% αντίστοιχα. Σε πολύ προχωρημένες περιπτώσεις η επιβίωση είναι πτωχή.
Η απόφαση για επιπλέον θεραπεία μετά από χειρουργείο, λαμβάνεται από ογκολογικό συμβούλιο, έχοντας υπόψη τα ευρήματα των εξετάσεων πριν το χειρουργείο, και το αποτέλεσμα της βιοψίας μετά την αφαίρεση του όγκου. Σε πολύ πρώιμα στάδια μπορεί να μην είναι απαραίτητη η χημειοθεραπεία. Σε πολύ προχωρημένα στάδια, μπορεί να έχει ένδειξη μόνο μια ήπιας μορφής παρηγορητική θεραπεία. Ακτινοβολία δίνεται μόνο σε περιπτώσεις καρκίνου του ορθού εφόσον η νόσος είναι τοπικά εκτεταμένη. Υπερήλικες ή πάσχοντες με καρδιολογικές ή αναπνευστικές παθήσεις, μπορεί να μην έχουν τις εφεδρείες για ν αντέξουν γενική αναισθησία και θεραπευτικό χειρουργείο. Σε εκτεταμένη νόσο, η θεραπεία μπορεί να είναι μόνο παρηγορητική με αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, χωρίς ν αφαιρεθεί ο όγκος. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχουν εφαρμογή τα μεταλλικά stent που τοποθετούνται από γαστρεντερολόγο ώστε να προληφθεί η απόφραξη.